Γενικές

ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ

ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ

ΜΥΘΟΙ & ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ

Μύθος: «Τα αγόρια ασκούν βία σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι τα κορίτσια»

Το φαινόμενο δεν κάνει διακρίσεις φύλου. Αγόρια και κορίτσια εμπλέκονται εξίσου σε περιστατικά σχολικής βίας ως «εκφοβιστές» και ως «θύματα». Η διαφορά τους έγκειται κάποιες φορές στους τρόπους εκδήλωσης των βίαιων ή εκφοβιστικών συμπεριφορών. Τα αγόρια τείνουν να χρησιμοποιούν μορφές βίας μέσω των οποίων επιδεικνύουν τη δύναμή τους (π.χ. σωματική βία, καταστροφή προσωπικών αντικειμένων κ.λ.π.) ανεξαρτήτως του φύλου του παιδιού – στόχου. Αντίστοιχα, τα κορίτσια χρησιμοποιούν κυρίως μορφές συναισθηματικού εκφοβισμού και κοινωνικής απομόνωσης και λεκτική βία, κυρίως προς τα κορίτσια – στόχους. Ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή με τη χρήση των τεχνολογιών (π.χ. ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα) και του διαδικτύου, η εμπλοκή των δύο φύλων σε βίαιες συμπεριφορές τείνει να εξισώνεται.

 

Μύθος: «Ο εκφοβισμός αποτελεί φυσιολογική πτυχή της ανάπτυξης των παιδιών στο σχολείο».

 

 

Η εκφοβιστική συμπεριφορά δεν εμφανίζεται σε συγκεκριμένα αναπτυξιακά στάδια και δεν αποτελεί αποδεκτό μέσο ανάπτυξης των παιδιών. Αντιθέτως, τέτοιες συμπεριφορές έχουν ποικίλες αρνητικές συνέπειες τόσο για το παιδί «θύμα» όσο και για το παιδί «εκφοβιστή». Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν αναπτύσσουν καλύτερες δεξιότητες στον έλεγχο και στον χειρισμό της επιθετικής συμπεριφοράς, τόσο της δικής τους, όσο και των άλλων, παρόλο που σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν αντίθετα αποτελέσματα και κλιμάκωση της επιθετικότητας με την εκφοβιστική συμπεριφορά να γίνεται πιο σοβαρή.

Η περίοδος της εφηβείας ενδέχεται να συσχετίζεται με συγκεκριμένες μορφές βίας και εκφοβισμού, όπως για παράδειγμα η σεξουαλική παρενόχληση από εφήβους προς μικρότερους μαθητές. Η πληθώρα των σωματικών και ψυχολογικών αλλαγών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Οποιαδήποτε αλλαγή (π.χ. σωματική διάπλαση) του ατόμου δεν ανταποκρίνεται στη «φυσιολογική αναμενόμενη» εξέλιξη, ιδιαίτερα στην περίπτωση της πρώιμης ανάπτυξης, μπορεί να αποτελέσει αφορμή και αιτία θυματοποίησής τους/της μαθητή/τριας,(π.χ. καροϊδευτικά σχόλια).

Αλήθεια: «Η εθνικότητα ή και τα θρησκευτικά και ιδεολογικά πιστεύω αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα επίδρασης».

Η εθνικότητα ή και τα θρησκευτικά και ιδεολογικά πιστεύω αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα επίδρασης, ιδιαίτερα για την εμφάνιση μορφών ρατσιστικής βίας και εκφοβισμού. Παρατηρείται ότι η καταγωγή κάποιων μαθητών αποτελεί συχνά αιτία στοχοποίησης σε περιστατικά βίας. Η θυματοποίηση εξαιτίας της εθνικότητας ή των πιστεύω των μαθητών σχετίζεται με το ευρύτερο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού και της κοινωνικής ανισότητας, καθώς και με ευρύτερες ιδεολογικές ή και πολιτικές πεποιθήσεις. Η πολυπολιτισμικότητα των σύγχρονων κοινωνιών εμπεριέχει στερεότυπα και προκαταλήψεις μεταξύ διαφόρων φυλετικών, θρησκευτικών ή ιδεολογικών ομάδων εξαιτίας τόσο του κοινωνικού statusαυτών των ομάδων (π.χ. «οι Έλληνες είναι ανώτεροι») όσο και της άγνοιας των πολιτισμικών εθίμων και της κουλτούρας των ατόμων.

Αλήθεια:      «Η οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς των παιδιών»

Η οικογένεια παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών, καθώς το οικογενειακό περιβάλλον ασκεί επιρροή σε μεγάλο βαθμό στην υιοθέτηση ή ανάπτυξη αρνητικών συμπεριφορών ή και στη απόρριψη θετικών συμπεριφορών από τα παιδιά. Ο χωρισμός /διαζύγιο των γονέων, η απομάκρυνση των γονέων, θάνατος στην οικογένεια, αλλαγή στον τόπο διαμονής επηρεάζουν την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση των παιδιών. Επιπλέον, η ενδοοικογενειακή ή και η γονεϊκή βία επηρεάζουν έντονα την ψυχική, συναισθηματική και γνωστική ανάπτυξη των παιδιών εξαιτίας της έλλειψης ασφάλειας, θετικής συναισθηματικής αλληλεπίδρασης και γονικής στοργής καθώς και οριοθετημένων κοινωνικών συμπεριφορών και αντίστροφα της βίωσης έντονης απόρριψης, άγνοιας, αρνητικών ερεθισμάτων και συμπεριφορών (π.χ. χρήση αλκοόλ). Μια τέτοια κατάσταση ενδέχεται να οδηγήσει στην εμφάνιση βίαιων και επιθετικών συμπεριφορών από τα παιδιά, σε συναισθηματική αδιαφορία, παθητικότητα, ανεκτικότητα και ανοχή στον πόνο, και σε (αυτό-) καταστροφικές συμπεριφορές. Αντίστοιχα, αρνητική επίδραση ενδέχεται να προκαλεί και η υπερπροστασία εκ μέρους των γονέων, η οποία μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη της αυτονομίας των παιδιών, με αποτέλεσμα να αδυνατούν σε κάποιες περιπτώσεις να υπερασπιστούν τη θέση και τον εαυτό τους τόσο απέναντι σε βίαιες ή εκφοβιστικές ενέργειες συμμαθητών τους, όσο και απέναντι σε αντίστοιχες συμπεριφορές μεγαλύτερων ατόμων (πχ. εκπαιδευτικών, άλλων γονέων).